- Ἰάστιος
- Ἰάστιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιάστιος — ἰάστιος, ία, ον (Α) [ιάζω] (για μουσική) ιωνικός … Dictionary of Greek
ιάστιος ή ιώνιος — Ο δέκατος τρόπος (ήχος) της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Το ύφος του, κατά τον Αριστείδη τον Κοϊντιλιανό, ήταν γλαφυρότατο. Τα σημεία του σώζονται στη μουσική εισαγωγή του Αλύπιου μόνο κατά το διάτονο και χρωματικό γένος, ενώ η εκτέλεση του τρόπου … Dictionary of Greek
Ἰάστιον — Ἰάστιος masc acc sg Ἰάστιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαστίου — Ἰάστιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαστίῳ — Ἰάστιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰάστια — Ἰάστιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεριάστιος — ον, Α μουσ. είδος μουσικού τρόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἰάστιος (για μουσική) «ιωνικός»] … Dictionary of Greek
υποϊάστιος — ον, Α μουσ. ὑποφρύγιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰάστιος (για μουσική) «ιωνικός»] … Dictionary of Greek